- ποθόβλητος
- -ον, Α1. βληθείς, χτυπημένος, τραυματισμένος από πόθο («ποθοβλήτου Ἀναξαγόρα», Σιλεντ.)2. αυτός που διεγείρει, που προκαλεί τον πόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + -βλητος (< βάλλω «χτυπώ»), πρβλ. κεραυνό-βλητος].
Dictionary of Greek. 2013.